ακρωνια

ακρωνια
    ἀκρωνία
     обрубание конечностей (вид казни) Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ακρωνια" в других словарях:

  • ἀκρωνία — ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc/acc dual ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός …   Dictionary of Greek

  • ἀκρωνίαι — ἀκρωνία fem nom/voc pl ἀκρωνίᾱͅ , ἀκρωνία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»